παραβάσκω

παραβάσκω
Α
στέκομαι ή κάθομαι κοντά, δίπλα στον ηνίοχο, είμαι παραβάτης, παρακαθήμενος τού ηνιόχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + βάσκω «βαίνω, πορεύομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”